μοσκαρήσιος

μοσκαρήσιος
-α, -ο
βλ. μοσχαρήσιος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μοσχαρήσιος — και μοσκαρήσιος, α, ο αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο μοσχάρι ή που προέρχεται από το μοσχάρι («μοσχαρήσια μπριζόλα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < μοσχάρι + κατάλ. ήσιος (πρβλ. αρν ήσιος, γελαδ ήσιος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”